ταλαίμοχθος

ταλαίμοχθος
τᾰλαίμοχθος, ον,
A = ταλαίπωρος, Eust.1735.48.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταλαίμοχθος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαίμοχθος — ον, Α ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαι , άλλος τ. τού α συνθετικού ταλα (βλ. λ. τάλας) + μόχθος (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. ταλαίπωρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”